- ἀμπελίνῃ
- ἀμπέλινοςgrapefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμπελίνη — ἀμπέλινος grape fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπέλινος — η, ο (Α ἀμπέλινος, ίνη, ινον) 1. αυτός που ανήκει στο αμπέλι ή προέρχεται από αυτό 2. οινοπότης, μέθυσος «γραῡς ἀμπελίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίνα] … Dictionary of Greek
βίτσα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 137 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στην είσοδο του φαραγγιού του Βίκου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Στη Β. βρέθηκε νεκροταφείο των γεωμετρικών, αρχαϊκών και… … Dictionary of Greek